Όσοι διάβασαν το βιβλίο μου το Έδαφος και τη Φροντίδα του, έχουν πειστεί στη συντριπτική τους πλειοψηφία ότι η κατεργασία του εδάφους και μάλιστα με συχνά φρεζαρίσματα πρέπει να αποφεύγεται δια ροπάλου. Η βλάστηση του εδάφους, τα ζιζάνια[1] όπως πολλοί συνάδελφοι και συμβατικοί καλλιεργητές τα αποκαλούν, για τους φροντιστές της γης δεν είναι ανεπιθύμητη βλάστηση, αλλά δώρο της φύσης. Θυμάμαι έναν γεωργό που κάποτε μου είπε: «Δάσκαλε, το κτήμα μου βγάζει πολλά χόρτα, τι να κάνω;». «Να χαίρεσαι, αυτό σημαίνει ότι έχεις ένα κτήμα γόνιμο» του απάντησα και έσπευσα να του εξηγήσω, γιατί τον είδα να αμφιβάλλει για τη Γεωπονική μου επάρκεια!.
Αυτό που κάνει η γεωργία είναι να αξιοποιεί τις ηλιακές ακτίνες και μέσα από τη φωτοσύνθεση δημιουργεί τους βλαστούς και γενικά τη φυτική μάζα και στο τέλος του καρπούς ή τους σπόρους. Η ηλιακή ενέργεια τη στιγμή που πέφτει στο έδαφος, αν δεν την αξιοποιήσουμε, χάνεται. Όταν λοιπόν πέφτει στα κενά ανάμεσα στα δένδρα, αξιοποιείται από την αυτοφυή βλάστηση η οποία δημιουργεί φυτικούς ιστούς. Μόλις αυτή φθάσει σε ένα ύψος 25-35 το πολύ εκατοστών, την κόβουμε με μεσινέζες ή χορτοκοπτικά και την αφήνουμε επί τόπου να μετατραπεί σε οργανική ουσία η οποία είναι τόσο πολύτιμη και δυσεύρετη στις παρούσες συνθήκες. Με αυτόν τον τρόπο, αυξάνουμε σε μεγάλο βαθμό το ποσοστό της ηλιακής ακτινοβολίας το οποίο αξιοποιούμε μέσα στα όρια του κτήματός μας. Μερικοί βέβαια θα ήθελαν η γονιμότητα του χωραφιού να εκφράζεται ή να μεταφέρεται μόνο στα καλλιεργούμενα είδη. Αυτό όμως δεν γίνεται και δεν είναι σωστό να μπορέσουμε κάποτε να το κάνουμε.
Δεν συζητάμε καθόλου για χρήση ζιζανιοκτόνων, όχι μόνο γιατί απαγορεύονται στη βιολογική και αειφορική γεωργία, αλλά και γιατί η χρήση τους σε μικρά δένδρα, ακόμα και σε συμβατικές καλλιέργειες, είναι επιβλαβής για την ωφέλιμη πανίδα και για το ριζικό σύστημα του νεαρού δένδρου, αλλά και γιατί πρόσφατα ευρήματα αποκάλυψαν την καρκινογόνο δράση ενός πολύ δημοφιλούς ζιζανιοκτόνου Αμερικανικής προέλευσης που είναι διαδεδομένο και στη χώρα μας.
Μερικοί προτιμούν να αξιοποιήσουν τα κενά των διαδρόμων που είναι αρκετά πλατιά (τουλάχιστον 4-8 μέτρα) με κάποια άλλη καλλιέργεια για τα επόμενα 5-8 έτη, ιδιαίτερα αν υπάρχει και δυνατότητα άρδευσης. Να επισημάνουμε εδώ ότι παίρνουν το ρίσκο να εγκαταστήσουν στο κτήμα τους μολύσματα των αδρομυκώσεων από πολλές καλλιέργειες (βαμβάκι, κολοκυνθοειδή, καπνός, κ.ά. γύρω στις 250 καλλιέργειες). Τα μολύσματα αυτά παραμένουν στο έδαφος ακόμη και 12 έτη από τη διακοπή της καλλιέργειας και συνεπώς δεν αξίζει τον κόπο να ρισκάρουμε.
Εμείς σας συνιστούμε να σπέρνετε κάθε χρόνο στα ενδιάμεσα των σειρών βίκο με λίγη βρώμη, άλλα ψυχανθή (φακή, ρεβίθι, λαθούρι ή υπόγειο τριφύλλι) και βαθύρριζα φυτά για να εμπλουτίσουμε το έδαφος με άζωτο και οργανική ουσία. Ο βίκος θα κόβεται όταν έχει φθάσει στο μέγιστο της άνθησης και θα παραχώνετε με μια ελαφριά φρέζα στα 5 εκατοστά ή θα αφήνετε στην επιφάνεια για να αναλάβουν οι γαιοσκώληκες την παράχωση. Αν προηγούμενα τον ραντίσετε με μικροοργανισμούς κομποστοποίησης, ακόμη καλύτερα. Καλόν είναι να αφήνονται στενοί διάδρομοι χωρίς κοπή για να ολοκληρώνεται η σποροποίηση και να μην αλλάζει η σύνθεση του φυσικού χορτοτάπητα. Η αυτοφυής βλάστηση είναι επίσης πολύτιμος χώρος διατροφής και αναπαραγωγής πολλών ωφέλιμων εντόμων.
Τα νεαρά δένδρα (ηλικίας 1-5 ετών) πρέπει να τσαπίζονται περιμετρικά σε μια ακτίνα 50-100 εκατοστών, 4-5 φορές το χρόνο για να περιορίσουμε τον ανταγωνισμό τον οποίο δέχονται οι νεαρές ρίζες από την αυτοφυή βλάστηση. Αν θέλετε να περιορίσετε τα αναγκαία τσαπίσματα, αλλά και να βοηθήσετε πολλαπλά τα νεαρά δένδρα, χρησιμοποιήστε τεχνικές εδαφοκάλυψης με τη χρήση κατά προτίμηση φυτικών υλικών (άχυρα, θρύμματα κλαδιών, κ.ά.).
[1] Πρόσφατα διάβασα σε παρουσίαση συναδέλφου ο οποίος αποκαλούσε την αυτοφυή βλάστηση «ζιζανιοτάπητα»!. Τρελάθηκα.